- παρακατορύσσω
- παρακατ-ορύσσω, [tense] aor. I -ώρυξα,A bury or plant in the earth beside, Hp.Art.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακατορύσσω — Α παραχώνω ή φυτεύω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek
παρακατορύξαντα — παρακατορύσσω bury aor part act neut nom/voc/acc pl παρακατορύσσω bury aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατορύττουσιν — παρακατορύσσω bury pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακατορύσσω bury pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)